- λεπτοϋφής
- -ές (Α λεπτοϋφής, -ές)1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος2. μτφ. λεπτοκαμωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ-υφής, παρ-υφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτουφής — finely woven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτουφῆ — λεπτουφής finely woven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεπτουφής finely woven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεπτουφής finely woven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτουφοῦς — λεπτουφής finely woven masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek